- ἀνάποινος
- ἀν-άποινος (ἄποινα): without ransom, Il. 1.99†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ανάποινος — ἀνάποινος, ον (Α) αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν * στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή] … Dictionary of Greek
ἀνάποινος — without ransom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποίνως — ἀνάποινος without ransom adverbial ἀνάποινος without ransom masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάποινον — ἀνάποινος without ransom masc/fem acc sg ἀνάποινος without ransom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάποινοι — ἀνάποινος without ransom masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)